Στον ψηλό

Ένα ανέλπιστα κρύο βράδυ για την πασχαλινή Ελλάδα, δύο χρόνια πίσω τώρα, μας
συνόδευσε στο ιταλικό αυτό εστιατόριο. Καθίσαμε έξω. Έξω, αυτό που μας θυμίζει
πως ο χρόνος ακόμα μετράει και πως οι ζωές μας πρέπει να επιστρέψουν πάλι στην γλύκα
και την πίεση του ‘έξω’.

Κάναμε νόημα στον σερβιτόρο, παραγγείλαμε. Μας πρόσεξαν και μας
πρόσφεραν ένα αμους μπους με πολύ καλή πρώτη ύλη, δυνατό ελαιόλαδο όπως μ’
αρέσει, ντομάτα περασμένη με λίγο βασιλικό και κάπαρη. Καλά πήγε αυτό. Στον
ψηλό πας για πάστα, πίτσα και Ιταλία. Τόσες φορές έχω πάει Ιταλία
πάντως, εγώ δε βρήκα κάτι να μου φέρνει τόσο ιταλικό Νότο ή Βορρά. Περισσότερο
μια εξελληνισμένη Ιταλική κουζίνα στα γούστα του Έλληνα καλοφαγά. Αυτό δεν
είναι απαραίτητα κακό, να είσαι adaptable είναι οκ. Να το λες και να το
υποστηρίζεις όμως ό,τι κι αν είσαι. Κοίτα, πλέον υπάρχει κόσμος που ταξιδεύει,
και πολύ μάλιστα. Και διαβάζει και μαθαίνει. Εξελίσσεται. Αυτό είναι. Βλέπω, διαβάζω,
ταξιδεύω και γεύομαι. Ζω.

Δοκίμασα πάστα, κάτι σαν καρμπονάρα Tartufo. Πολύ αλμυρή. Δεν
μπόρεσα να καταλάβω αν είχε αυγό, μιας και το πεκορίνο και η παρμεζάνα
υπερκάλυπταν τα πάντα. Μου άρεσε όμως που είχε τρούφα, είχε! Αυτό άξιζε. Τα
μακαρόνια ήταν λίγο σαν κολλημένα, σαν να μην είχαν βράσει καθόλου καλά. Όταν
ρώτησα τον σερβιτόρο μου είπε ότι είναι φρέσκα, άρα έτσι πρέπει να είναι. Δεν
ήρθα σε αντιπαράθεση. Δεν είχε νόημα. Το feedback πρέπει να ξέρεις που το
δίνεις. Το δεύτερο πάστα ήταν καλό μπορώ να πω. Ντομάτα, τρία υλικά, ήταν τίμιο
πιάτο. Πήραμε και πίτσα με σάλτσα μελιτζάνας, το ζυμάρι ήταν πολύ καλό, σωστά
δουλεμένο, αφράτο, τραγανό απ’ έξω, πολύ λεπτό. Κλείσαμε με ένα πολύ καλό γλυκό
με λεμόνι που μπορώ να πω πως δεν το περίμενα, πολύ καλό κρεμέ, τραγανό
μπισκότο και ένα κουλί από φρούτα του δάσους που αγαπώ πολύ.

Τελειώσαμε το chardonnay μας και φύγαμε, όταν άρχισαν κάποιοι να βγαίνουν φωτο με μια τηλεπερσόνα 😊.

Δε νομίζω να το ξαναδοκίμαζα άμεσα όταν ανοίξει η εστίαση, εκτός κι αν έχω
feedback από κάποιον που εμπιστεύομαι, κάποιον που έχει ταξιδέψει αυτό που λέμε «λίγο
παραπέρα από το χωριό» -δεν είναι κακό φυσικά το χωριό, εκεί συνήθως οι γεύσεις είναι πιο ατόφιες, πιο αληθινές. Μεμπτό ίσως είναι όλα να γίνονται για το «φαίνεσθαι», όταν όλοι υποκύπτουμε σε μία
τάση.

Το χωριό μου, που εγώ δεν γνώρισα πολύ, το τίμησα και το αγαπώ.
Με συντροφεύει ακόμα και τώρα. Νοερά με την σκέψη μου γίνομαι πάλι παιδί 7-8
χρονών και παίζω στις αυλές με τα παιδιά που μιλούν γλώσσα άλλη. Κοιτάζω κορίτσια που δε φαίνονται καλά τα πρόσωπά τους, γιατί φορούν φερετζέ, και τους
κλείνω το μάτι. Θα τις επισκεφθώ τις Σάππες, ίσως και σύντομα.

@Ovio Restaurant, Απόλλωνος 4, Αθήνα