Στον Κινέζο με παπί

Είμαι μούσκεμα με το πόντσο μισοφορεμένο και ετοιμάζομαι να αλλάξω. Το νερό το Νοε είναι κρύο, καλά όχι όσο του Μαρ που σου πέφτουν τα τσαούλια. Αλλά ναι, είχε κι εκείνη τη μέρα κρύο. Βλέπω μια φιγούρα να με πλησιάζει με το skimboard από την παραλία, αλλά δεν φορούσα γυαλιά και απλά χαιρέτησα. Με ρωτάει κάτι, πριν απαντήσω καταλαβαίνω ότι τον τύπο έχω να τον δω από τότε που πηγαίναμε μαζί σχολείο. Αγκαλιές, φιλιά, ήταν πριν την πανδημία. Μιλήσαμε ώρα για το τότε, το τώρα, τα ξένα, τις σπουδές, τις δουλειές. Βράδιασε σχεδόν. Δώσαμε υπόσχεση να κάτσουμε γύρω από ένα τραπέζι να τα πούμε μαζί παρέα και οι τέσσερις.

Δε θυμάμαι ποιος είχε πει για τον Κινέζο. Τώρα που το σκέφτομαι ίσως κι εγώ, είχα χάσει επαφή με την αθηναϊκή γαστρονομία. Κλείνουμε το πρώτο διαθέσιμο τραπέζι που ήταν σε δυο εβδομάδες, “μπράβο δουλειά”, λέμε, “πρέπει να ‘ναι δυνατός”. Είμαστε στημένοι στην σειρά σαν να μπαίνουμε ξανά στην τάξη.

Περιμένοντας, λοιπόν, στην είσοδο μια γλυκύτατη μετρ μάς ενημερώνει ότι δεν υπάρχει κράτηση. Της δείχνω την κλήση με ημερομηνία και το όνομά του (πάντα να το κάνετε αυτό)… Συνειδητοποιεί ότι έχουν κάνει λάθος κι έτσι μας δίνουν ένα από τα πιο καλά τραπέζια στη σάλα. Βοήθησε λίγο ότι θα ξανά έφευγα, άρα δεν μπορούσαμε να κάνουμε reschedule κι έτσι μας έφτιαξε.

Αν δεν κάνω λάθος, πήραμε δεκαπέντε πιάτα, σχεδόν όσα είχε ο κατάλογος. Ποτά και δυο φιάλες κρασί. Το φαγητό, αν και στο τέλος ήμασταν υπερπλήρεις, καταλήξαμε πως δε μας εντυπωσίασε. Τέσσερα παλτά σαν εμάς, που τρώνε το φαΐ τους, καλύτερα να επιλέξουν κάτι άλλο. Αυτό που βρήκαμε όλοι ήταν η έλλειψη της γεύσης. Δεν είχαν ένταση. Καλή εντύπωση μάς έκαναν. Το μπεργκερ ψάρι, αν και στεγνό, πολύ σωστά ψημένο, ήθελε βέβαια περισσότερη σάλτσα, γιατί υπερτερούσε το ψωμί. Το τηγανητό κοτόπουλο πολύ σοβαρό πιάτο, αλλά η συνοδευτική σαλάτα με σπανάκι και μαρούλι στεγνή και χωρίς αλάτι. Από τα πατατόψωμα που αγαπώ -πήραμε δύο ή τρία- επιστρέψαμε κάποια, γιατί είχαν ψηθεί σε σχάρα που είχε ψηθεί ψάρι. Το συνοδευτικό ρύζι απαράδεκτο, σαν να το έβγαλε από το rice cooker και το πέταξε σε ένα μικρό μπολάκι, ανάλατο τελείως, σαν πιλάφι ήταν. Το έσωζε το τόπινγκ που ήταν πολύ καλό. Ο πουρές πατάτας ήταν ποίημα, λες και είχε βγει μόλις από φουέ, πολύ καλή υφή και πολύ βουτυράτος, σαν κρέμα, πολύ καλός! Τα noodles οκ, αλλά χωρίς κάποια ιδιαίτερη ένταση. Πολύ flat για τα δικά μας γούστα, ωστόσο ο ζωμός τα έσωζε λίγο. Το μαγιάτικο το βρήκα πολύ καλά ψημένο χωρίς πολλά πολλά, απλό και ωραίο. Τα παιδιά δεν ευχαριστήθηκαν τα ribs, γιατί παραήταν γλυκά κι έτσι ξαναπήραν κοτόπουλο που ήταν το VFM.

Πρέπει να καθίσαμε ώρες στο τραπέζι, είχαμε πολλά να πούμε, καλά φάγαμε, ήπιαμε, μας κέρασαν τα γλυκά που ήταν καθωσπρέπει -λογικό θα πεις με τέτοιο λογαριασμό. Το φαγητό είναι μνήμες. Η δική μου έχει αποτυπώσει μια παρέα που τώρα μεγάλωσε και κάθεται γύρω από ένα τραπέζι. Δεν ξέρω αν θα του έδινα άλλη ευκαιρία, άκουσα ότι άνοιξε κι άλλα δυο μαγαζιά με κόμφορτ φουντ. Το σερβις τέλειο, το προσωπικό εξυπηρετικότατο. Πολύ σωστή επιλογή ατόμων, μπράβο! Ωστόσο για εμάς πολύ εμπορικό. Αυτά λοιπόν, θα δούμε αν θα ξαναπάμε, αν το πει το παπί, ο 0 και το κουμπαρόνι θα το επισκεφθούμε πάλι.

Μπράβο στη μετρ.

@Nolan Restaurant, Βουλής 31-33 Σύνταγμα, Αθήνα