Με το που γυρίσαμε, θέλαμε να πάμε θάλασσα. Τι και αν τρέχανε οι άλλοι στις παρελάσεις-πασαρέλες, εμείς ψάχναμε να βρούμε παραλίες να μαζέψουμε το πράνα από τις καυτές πέτρες ενός ξεχασμένου ήλιου του Οκτώβρη. Προς έκπληξή μας, δεν ήταν λίγοι που σκέφτηκαν ακριβώς το ίδιο, «να μαζέψουν θάλασσα, ήλιο» για να τους συντροφεύει τον χειμώνα. Η μέρα μικρή και ένας μαΐστρος απομεινάρι του καλοκαιριού ανατριχιάζει την ραχοκοκαλιά σου, όταν τα σύννεφα άθελά τους σκεπάσουν στιγμιαία τον ηλιάτορα.
Σταμάτησε να διαβάζει όταν πείνασε, όλα της έφταιγαν, έψαχνε κούρνιο στην αρχή, το ξανασκέφτηκε, μετά δεν ήθελε. Κάτι της έλειπε, ήθελε να κλείσει τη μέρα της σαν τα καλοκαιρινά βράδια στο νησί. Όλοι στολισμένοι και αυτή με άμμο στα πατούσια, αλάτι στα μαλλιά, κομμένο γιασεμί στο κεφάλι. Έτοιμη. Πριγκίπισσα.
Δε ρωτάει ποτέ τι είναι φρέσκο. Ξέρει, έχει περάσει με θαλασσινούς φουρτούνες. Έμαθε πότε βγήκαν τα γρι-γρι να καρπωθούν τα αγαθά της θάλασσας. Φέρε σαρδέλα ψητή, αρμύρα και ένα Αγιωργίτικο / Pinot Noir. Τι θα σου λείψει; Ό,τι δεν έχεις θα σου λείψει, πού αλλού να βρεις ζωντανά αφρόψαρα; Σαρδέλα.